Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άρρυπος — ἄρρυπος, ον (Μ) [ρύπος] ο ακηλίδωτος, ο καθαρός … Dictionary of Greek
ἄρρυπον — ἄρρυπος clean masc/fem acc sg ἄρρυπος clean neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)